«ΓΙΑΚΟΜΠ ΦΟΝ ΓΚΟΥΝΤΕΝ»
Βιβλιοκριτική
από τη Χριστίνα Φλώρου
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ροές στη σειρά «Γερμανόφωνοι Συγγραφείς» το πολύ σημαντικό μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα Robert Walser (1878-1956) «Γιάκομπ φον Γκούντεν», σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα.
Το έργο αυτό αποτελεί ίσως το σημαντικότερο αλλά και ασφαλώς πιο αινιγματικό έργο του Walser, ενός συγγραφέα που θαυμάστηκε και σχολιάστηκε από ομότεχνούς του όπως ο Kafka, o Musil, o Benjamin και o Hesse αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς όπως ο Νομπελίστας Coetzee, ο οποίος έχει αναφερθεί εγκωμιαστικά σε λογοτεχνικό του δοκίμιο στον Walzer.
Ο «Γιάκομπ φον Γκούντεν» αποτέλεσε ένα αίνιγμα για την εποχή του. Όπως διαβάζουμε και στο επίμετρο της έκδοσης, προκάλεσε την αμηχανία αν όχι την αρνητική στάση των κριτικών της εποχής του, και εκτιμήθηκε για τον εξπρεσιονιστικό, αλληγορικό και θα μπορούσαμε να πούμε μεταμοντέρνο πλούτο της γραφής του σε μεταγενέστερο χρόνο. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα οικοτροφείο, στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα, μια εξαιρετικά ιδιόμορφη σχολή για υπηρέτες, στην οποία εγγράφεται και φοιτά ο ήρωας του έργου, ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο οποίος αποφασίζει να παραιτηθεί από τα όποια προνόμια της κοινωνικής του θέσης και της οικογένειάς του και να ζήσει «ασήμαντος και αποτραβηγμένος».
Το 1996 κυκλοφόρησε η ταινία των αδελφών Quay με τίτλο «Ινστιτούτο Μπενζαμέντα» που βασίστηκε στο έργο του Walzer.
Πραγματικά το έργο αυτό ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ποιητικής, μαγικής, εξπρεσιονιστικής γραφής και της πιο εξονυχιστικής λεπτολογίας. Στο εσωτερικό του ξεδιπλώνονται παράλληλα σύμπαντα τα οποία μετασχηματίζονται συνεχώς από τη δημιουργική συνείδηση του νεαρού Γιάκομ φον Γκούντεν. Ο τελευταίος φαίνεται να απορροφά την ατμόσφαιρα του Ινστιτούτου Μπεντζαμέντα και την αίσθηση που του δίνουν οι υπόλοιποι οικότροφοι όπως ο εδαφικός, αυταρχικός και στενόμυαλος Κράους ή ο λεπτεπίλεπτος Σαχτ καθώς και οι μονίμως «κοιμισμένοι» διδάσκοντες της σχολής που είναι ως εκ τούτου απόντες, και τα αδέλφια Μπεντζαμέντα, οι επικεφαλείς της σχολής, και σε ένα ατελείωτο, ρευστό, πρωτεϊκό παιχνίδι καταγράφει, χαρακτηρίζει, πλησιάζει, απομακρύνεται και επιστρέφει στα αντικείμενα της παρατήρησής του τα οποία συγχωνεύονται με τη συνείδησή του, εμφανίζονται στα όνειρά του, αναπλάθονται και θολώνουν σε ένα εξπρεσσιονιστικό ποιητικό και ενίοτε εφιαλτικό όραμα.
Ο φιλοσοφικός ιστός που διατρέχει το έργο είναι διαμορφωμένος από μια ανησυχία για την αξία του ατόμου στο πλαίσιο της κοινωνίας, για την αλλοίωση, ταπείνωση και αίσθηση ασημαντότητας που αυτό υφίσταται στην προσπάθειά του να επιβιώσει στον κόσμο και στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, μια αγωνία, θα λέγαμε, για το τι είναι τελικά σημαντικό, πραγματικό, στέρεο, διαχρονικό. Όλος αυτός ο προβληματισμός αναδύεται υπαινικτικά μέσα από την ποιητική συνείδηση και τα συχνά εφιαλτικά οράματα του συγγραφέα δια στόματος του ήρωά του Γιάκομπ φον Γκούντεν, χωρίς οι αποφάνσεις του για τα πρόσωπα και τις αξίες να οριστικοποιούνται και να παγιώνονται, εντασσόμενος σε έναν αέναο εσωτερικό μετασχηματισμό από διαδοχικές προσωρινές αλήθειες που καταρρέουν και αναδομούνται ακατάπαυστα.
(Η Χριστίνα Φλώρου είναι δικηγόρος Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνία).
Βιβλιοκριτική
από τη Χριστίνα Φλώρου
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ροές στη σειρά «Γερμανόφωνοι Συγγραφείς» το πολύ σημαντικό μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα Robert Walser (1878-1956) «Γιάκομπ φον Γκούντεν», σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα.
Το έργο αυτό αποτελεί ίσως το σημαντικότερο αλλά και ασφαλώς πιο αινιγματικό έργο του Walser, ενός συγγραφέα που θαυμάστηκε και σχολιάστηκε από ομότεχνούς του όπως ο Kafka, o Musil, o Benjamin και o Hesse αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς όπως ο Νομπελίστας Coetzee, ο οποίος έχει αναφερθεί εγκωμιαστικά σε λογοτεχνικό του δοκίμιο στον Walzer.
Ο «Γιάκομπ φον Γκούντεν» αποτέλεσε ένα αίνιγμα για την εποχή του. Όπως διαβάζουμε και στο επίμετρο της έκδοσης, προκάλεσε την αμηχανία αν όχι την αρνητική στάση των κριτικών της εποχής του, και εκτιμήθηκε για τον εξπρεσιονιστικό, αλληγορικό και θα μπορούσαμε να πούμε μεταμοντέρνο πλούτο της γραφής του σε μεταγενέστερο χρόνο. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα οικοτροφείο, στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα, μια εξαιρετικά ιδιόμορφη σχολή για υπηρέτες, στην οποία εγγράφεται και φοιτά ο ήρωας του έργου, ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο οποίος αποφασίζει να παραιτηθεί από τα όποια προνόμια της κοινωνικής του θέσης και της οικογένειάς του και να ζήσει «ασήμαντος και αποτραβηγμένος».
Το 1996 κυκλοφόρησε η ταινία των αδελφών Quay με τίτλο «Ινστιτούτο Μπενζαμέντα» που βασίστηκε στο έργο του Walzer.
Πραγματικά το έργο αυτό ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ποιητικής, μαγικής, εξπρεσιονιστικής γραφής και της πιο εξονυχιστικής λεπτολογίας. Στο εσωτερικό του ξεδιπλώνονται παράλληλα σύμπαντα τα οποία μετασχηματίζονται συνεχώς από τη δημιουργική συνείδηση του νεαρού Γιάκομ φον Γκούντεν. Ο τελευταίος φαίνεται να απορροφά την ατμόσφαιρα του Ινστιτούτου Μπεντζαμέντα και την αίσθηση που του δίνουν οι υπόλοιποι οικότροφοι όπως ο εδαφικός, αυταρχικός και στενόμυαλος Κράους ή ο λεπτεπίλεπτος Σαχτ καθώς και οι μονίμως «κοιμισμένοι» διδάσκοντες της σχολής που είναι ως εκ τούτου απόντες, και τα αδέλφια Μπεντζαμέντα, οι επικεφαλείς της σχολής, και σε ένα ατελείωτο, ρευστό, πρωτεϊκό παιχνίδι καταγράφει, χαρακτηρίζει, πλησιάζει, απομακρύνεται και επιστρέφει στα αντικείμενα της παρατήρησής του τα οποία συγχωνεύονται με τη συνείδησή του, εμφανίζονται στα όνειρά του, αναπλάθονται και θολώνουν σε ένα εξπρεσσιονιστικό ποιητικό και ενίοτε εφιαλτικό όραμα.
Ο φιλοσοφικός ιστός που διατρέχει το έργο είναι διαμορφωμένος από μια ανησυχία για την αξία του ατόμου στο πλαίσιο της κοινωνίας, για την αλλοίωση, ταπείνωση και αίσθηση ασημαντότητας που αυτό υφίσταται στην προσπάθειά του να επιβιώσει στον κόσμο και στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, μια αγωνία, θα λέγαμε, για το τι είναι τελικά σημαντικό, πραγματικό, στέρεο, διαχρονικό. Όλος αυτός ο προβληματισμός αναδύεται υπαινικτικά μέσα από την ποιητική συνείδηση και τα συχνά εφιαλτικά οράματα του συγγραφέα δια στόματος του ήρωά του Γιάκομπ φον Γκούντεν, χωρίς οι αποφάνσεις του για τα πρόσωπα και τις αξίες να οριστικοποιούνται και να παγιώνονται, εντασσόμενος σε έναν αέναο εσωτερικό μετασχηματισμό από διαδοχικές προσωρινές αλήθειες που καταρρέουν και αναδομούνται ακατάπαυστα.
(Η Χριστίνα Φλώρου είναι δικηγόρος Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνία).